κοχλιας

κοχλιας
    κοχλίας
    -ου ὅ
    1) моллюск с витой раковиной Arst., Theocr., Plut.
    2) тех. винт Архимеда
    

(μηχανή, ἣν ἐπενόησε Ἀρχιμήδης, ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κοχλιας" в других словарях:

  • κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …   Dictionary of Greek

  • κοχλίας — κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc acc pl κοχλίᾱς , κόχλιας snail with a spiral shell masc nom sg (attic epic doric aeolic) κοχλίᾱς , κοχλίας masc acc pl κοχλίᾱς , κοχλίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίας — ο 1. σαλιγκάρι. 2. βίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοχλίας του Πασκάλ — Ειδική επικυκλοειδής καμπύλη, που παράγεται από ένα ορισμένο σημείο του επιπέδου της κινητής περιφέρειας Κ. Στην ειδική περίπτωση που η κινητή περιφέρεια Κ είναι ίση με την ακίνητη Γ, ο κ. του Π. εκφυλίζεται σε καρδιοειδή. Από τον ορισμό της… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… …   Dictionary of Greek

  • κοχλίαι — κόχλιας snail with a spiral shell masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κόχλιας snail with a spiral shell masc dat sg (attic doric aeolic) κοχλίας masc nom/voc pl κοχλίᾱͅ , κοχλίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλιῶν — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen pl κοχλίας masc gen pl κοχλιός Gloss. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίαιν — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen/dat dual κοχλίας masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίαις — κόχλιας snail with a spiral shell masc dat pl κοχλίας masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίου — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg κοχλίας masc gen sg κοχλίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλίω — κόχλιας snail with a spiral shell masc gen sg (attic epic ionic) κοχλίας masc gen sg (attic epic ionic) κοχλίον neut nom/voc/acc dual κοχλίον neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»